- σγόμπος
- σγόμπος, ο και σγουμπός, ο1. καμπούρης.2. μικρόσωμος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σγόμπος — και σγούμπος και σβόμπος και γόμπος, ο, Ν 1. καμπούρης 2. συνεκδ. άτομο μικρόσωμο και κακοφτειαγμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμπος* (< βεν. gobo), με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος: σβώλος)] … Dictionary of Greek
σβόμπος — ο, Ν βλ. σγόμπος … Dictionary of Greek
σβόμπος — σβόμπος, ο και σβόμπιρας, ο βλ. σγόμπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)